κατακτώ

κατακτώ
(Α κατακτώμαι, -άομαι)
1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)
2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον τρόπο της» β. «κατακτᾱσθαι τὸ θέατρον», Αιλ.)
3. παίρνω κάτι με βίαιο τρόπο, γίνομαι κύριος με πολεμικές επιχειρήσεις, κυριεύω, καταλαμβάνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε το περσικό κράτος» β. «μεγάλους πλούτους κατακτήσασθαι, χώραν κατακτώμενοι», Ισοκρ.)
νεοελλ.
έχω ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κτῶμαι «αποκτώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακτώ — κατακτάω / κατακτώ (παρατατ. ούσα), κατέκτησα και κατάκτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατακτώ — ησα, ήθηκα, κατακτημένος, η, ο 1. καταλαμβάνω κάτι με πόλεμο, κυριεύω. 2. μτφ., πετυχαίνω κάτι ύστερα από προσπάθειες ή με την ικανότητά μου: Θα κατακτήσει σίγουρα τη δόξα. 3. έχω ερωτικές επιτυχίες, είμαι καρδιοκατακτητής: Πού θα μου πάει, θα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατακτώ — ( άω) κατακτώ ξανά ό,τι είχα κατακτήσει και προηγουμένως και τό είχα χάσει στο μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεωτ. λόγ. σύνθετο < ανα * + κατακτώ] …   Dictionary of Greek

  • ακατάκτητος — η, ο και ακατάχτητος [κατακτώ] 1. όποιος δεν έχει ή δεν μπορεί να κατακτηθεί 2. (για γυναίκα) που δεν μπορεί να κατακτηθεί, να υποταχθεί στις επιθυμίες κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αποκερδαίνω — (Α ἀποκερδαίνω) έχω κέρδος, απολαμβάνω μσν. νεοελλ. κατακτώ, αποκτώ …   Dictionary of Greek

  • εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… …   Dictionary of Greek

  • επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • καλοκερδαίνω — (Μ) κάνω κάποιον δικό μου, κερδίζω, κατακτώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + κερδαίνω «κερδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακτεατίζομαι — (Α) κατακτώ, αποκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτεατίζομαι «αποκτώ, κερδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακτητής — ο, θηλ. κατακτήτρια 1. αυτός που κατακτά, αυτός που κάνει κάτι δικό του με τη βία («οι κατακτητές λυμαίνονται τη χώρα») 2. αυτός που έχει ερωτικές επιτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλαο Σπηλιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”